μετάνιπτρον

μετάνιπτρον
μετάνιπτρον, τὸ (Α)
η μετανιπτρίς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + + νίπτρον (< νίπτω «πλένω»), πρβλ. ποδό-νιπτρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετανιπτρίς — μετανιπτρίς, ίδος, ἡ (Α) κύπελλο από το οποίο έπιναν οι συνδαιτυμόνες, αφού έπλεναν τα χέρια τους μετά το γεύμα ή το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάνιπτρον + κατάλ. ίς (πρβλ. επι νιπτρίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”